«Μέτριες» καθυστερήσεις στα αναπτυξιακά ορόσημα παρουσίασαν τα βρέφη και τα παιδιά έως πέντε ετών λόγω των περιορισμών της πανδημίας, καταγράφει σημαντική μελέτη του Κέντρου Παιδιών Johns Hopkins, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «JAMA Pediatrics».
Χρησιμοποιώντας το Ερωτηματολόγιο Ηλικιών και Σταδίων 3 (ASQ-3), που συλλέγεται συνήθως στο πλαίσιο της παιδιατρικής περίθαλψης και αφορά στην ανάπτυξη του παιδιού, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι διαπίστωσαν στα παιδιά της μελέτης μικρή μείωση στην επικοινωνία (3%), την επίλυση προβλημάτων (2%) και τις προσωπικές-κοινωνικές δεξιότητες (2%) και καμία αλλαγή στις λεπτές ή αδρές κινητικές δεξιότητες.
«Αυτό είναι ένα πραγματικά σημαντικό και καθησυχαστικό εύρημα», λέει η Σάρα Τζόνσον, μία από τους επικεφαλής συγγραφείς της μελέτης, διευθύντρια του Κέντρου Rales για την Ενσωμάτωση της Υγείας και της Εκπαίδευσης στο Παιδιατρικό Κέντρο Johns Hopkins και καθηγήτρια Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.
Οι ερευνητές έλαβαν δεδομένα από τη διαδικτυακή πλατφόρμα «Comprehensive Health and Decision Information System», που χρησιμοποιείται από περισσότερα από 5.000 παιδιατρικά ιατρεία σε 48 πολιτείες των ΗΠΑ.
Τα δεδομένα αφορούσαν σε περισσότερα από 50.000 παιδιά ηλικίας έως πέντε ετών. Οι ερευνητές συνέκριναν τα παιδιά πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, από το 2018 έως το 2022.
Πάντως, οι ερευνητές προσθέτουν ότι οι επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των παιδιών παραμένουν ασαφείς. «Είναι σημαντικό για εμάς να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τα παιδιά όλων των ηλικιών, όσον αφορά στην ανάπτυξη, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε αν αυτές οι αλλαγές έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τα παιδιά ή αν προκύπτουν νέες προκλήσεις, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν», τονίζει η κ. Τζόνσον.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα ευρήματα της μελέτης θα βοηθήσουν στον σχεδιασμό σε μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας και υπογραμμίζουν τη σημασία της ενίσχυσης της κλινικής υποδομής στα συστήματα υγείας των ΗΠΑ, ιδίως σε αναπτυξιολόγους.
Τέλος, διευκρινίζουν ότι η μελέτη δεν συνυπολόγισε ορισμένες μεταβλητές που θα μπορούσαν να αλλάξουν τα ευρήματα, όπως τυχόν προγεννητική κατάχρηση ουσιών και άλλες συνθήκες υγείας. Επιπλέον, τα βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα αποκλείστηκαν από τη μελέτη, κάτι που μπορεί να υποεκτιμήσει τις αναπτυξιακές επιπτώσεις σε αυτή την υποομάδα.