Οι άκαρπες επισκέψεις Μπλίνκεν στο Τελ Αβίβ, οι πολύωρες χωρίς αποτέλεσμα διαπραγματεύσεις και η πίεση για μία εκεχειρία στη Γάζα ωθούν πλέον τις ΗΠΑ σε μία επιθετική τακτική απέναντι στον πιο στενό της σύμμαχο.
Η ανακοίνωση πως οι Ηνωμένες Πολιτείες προωθούν ψήφισμα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για μία προσωρινή κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, μπορεί να πέρασε στα «ψιλά» στα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ αλλά είναι βέβαιο πως αποτελεί την πρώτη απτή απόδειξη πως πλέον η Ουάσιγκτον έχει πάρει την απόφαση να «επιβάλλει» με κάθε τρόπο την θέλησή της στη Μέση Ανατολή ανεξάρτητα από το όποιο διπλωματικό κόστος.
Στο κείμενο που οι ΗΠΑ προωθούν στον ΟΗΕ ξεκαθαρίζεται επίσης πως είναι βούληση της Ουάσιγκτον το Τελ Αβίβ να μην προβεί σε καμία επιχείρηση στη Ράφα χωρίς πρώτα να έχει απολύτως και δημόσια διασφαλιστεί πως ο άμαχος πληθυσμός στο σημείο δεν κινδυνεύει.
Η κρίση πρέπει να σταματήσει
Η συγκεκριμένη κίνηση είναι μία από τις πρώτες «έντονες» σε διπλωματικό επίπεδο από την πλευρά των ΗΠΑ καθώς πλέον η άμμος στην κλεψύδρα αδειάζει και οποιαδήποτε άλλη διπλωματική προσπάθεια – προσέγγιση απέτυχαν. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου μοιάζει να έχει συνηθίσει στη θέση του «ομήρου» της ακροδεξιάς του κυβέρνησης αλλά ο Τζο Μπάιντεν έχει πάρει απόφαση πως η κρίση που ξεκίνησε με το αιματοκύλισμα της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου θα πρέπει να τελειώσει. Η κίνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αποκτά και μία ξεχωριστή χροιά εάν αναλογιστεί ή καλύτερα εάν καταμετρήσει κάποιος το πόσα ψηφίσματα που ζητούσαν κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν μπλοκάρει από την ημέρα της νέας κλιμάκωσης και του πολέμου κάνοντας χρήση του βέτο τους στον ΟΗΕ.
Πέρα από το ξεκάθαρο του πράγματος και το μήνυμα το οποίο θα πρέπει σίγουρα να κινητοποιήσει προς άλλη κατεύθυνση το Τελ Αβίβ οι ΗΠΑ ξεκαθαρίζουν και προς τρίτους πως αυτή την φορά η δική τους απόφαση για κινήσεις σε διπλωματικό επίπεδο θα είναι άκρως δυναμικές.
Στο κάδρο Ρωσία και Κίνα
Το προτεινόμενο από την Κυβέρνηση Μπάιντεν ψήφισμα αφορά και την Ρωσία και την Κίνα και μάλιστα με τρόπο εξόχως δεσμευτικό. Κίνα και Ρωσία είχαν πρωτοστατήσει στις επιθέσεις κατά του Μπάιντεν για «τυφλή» στήριξη προς «πρακτικές γενοκτονίας» από την πλευρά του Ισραήλ και χρησιμοποίησαν σκληρή γλώσσα και στις δύο περιπτώσεις που η εντολή από το οβάλ γραφείο ήταν να ασκηθεί βέτο. Σήμερα ο Τζο Μπάιντεν, επιλέγει συνειδητά να φέρει τις δύο μεγάλες αντιπάλους του στη θέση είτε να στηρίξουν το αμερικανικό ψήφισμα και να βρεθούν δίπλα δίπλα έστω και για τους τύπους είτε να το καταψηφίσουν ασκώντας οι ίδιες βέτο και να εκτεθούν ως απολύτως ανακόλουθες στο διεθνές προσκήνιο.
Με την κίνηση της πρότασης ο Μπάιντεν βάζει και σε άλλη διάσταση επίσημα την θέση της δικής του πολιτικής από την ανένδοτη του Νετανιάχου. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ με την συγκεκριμένη τακτική πλέον δεν «παζαρεύει» και το σημαντικότερο δεν κάνει συστάσεις, προχωρά σε πράξεις οι οποίες θα έχουν άμεσο και το σημαντικότερο «σκληρό» αντίκτυπο στον πλέον στενό του σύμμαχο. Ο Μπάιντεν σε περίπτωση που το ψήφισμα εγκριθεί αλλά το Ισραήλ του Νετανιάχου αρνηθεί να το εφαρμόσει θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε απτές κυρώσεις προς την ίδια την χώρα και όχι σε μονάδες της (εποίκους στη δυτική όχθη).
Πακέτο στήριξης
Ο Μπάιντεν γνωρίζει πολύ καλά πως παρά τον πόλεμο που έχει να δώσει προκειμένου να «περάσει» το πακέτο των 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων βοήθειας προς Ταϊβάν, Ουκρανία και Ισραήλ μπορεί να συνεννοηθεί σε κάποιο επίπεδο με τους Ρεπουμπλικάνους της Βουλής. Αυτό που δεν θέλει είναι να περάσει στη συνείδηση του Πρωθυπουργού του Ισραήλ πως ο ίδιος είναι «μαλακός» ειδικά σε προεκλογική περίοδο και πως ότι κι αν κάνει το Ισραήλ θα παραμείνει στο απυρόβλητο. Από το πακέτο βοήθειας δεν είναι καθόλου απίθανο οι ΗΠΑ να επιλέξουν να θυσιάσουν τα περισσότερα από 10 δις που αφορούν το Ισραήλ σε περίπτωση που ο Νετανιάχου για ακόμη μία φορά εμείνει στη γραμμή της εξαφάνισης της Γάζας. Τότε το πλήγμα για τον «Μπίμπι» και τους εταίρους του θα είναι τέτοιο που ίσως να αναγκαστούν να ακούσουν ή να επαναχαράξουν την στρατηγική τους. Η οικονομία άλλωστε ήταν και είναι παραδοσιακά το δυνατό χαρτί του συγκεκριμένου Πρωθυπουργού και μία μεγαλύτερη ύφεση ίσως να επιταχύνει τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.