Το αίμα ενός Αμερικανού που έκανε σκόπιμα ενέσεις με δηλητήριο φιδιού για σχεδόν δύο δεκαετίες φαίνεται να οδήγησε σε ένα «ασύγκριτο» αντίδοτο, σύμφωνα με επιστήμονες.
Όπως αποκαλύφθηκε μετά από δοκιμές που διενεργήθηκαν σε ζώα, τα αντισώματα που βρέθηκαν στο αίμα του συγκεκριμένου ανθρώπου, έχουν αποδειχθεί ότι προστατεύουν από το δάγκωμα ενός ευρέος φάσματος ειδών φιδιών, γεννώντας την ελπίδα ότι θα μπορούσε να εφευρεθεί ένα αντίδοτο για όλα τα δαγκώματα.
Αξίζει να σημειωθεί πως, περίπου 140.000 άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από το θανατηφόρο δάγκωμα των φιδιών, ενώ τριπλάσιος αριθμός ανθρώπων ακρωτηριάζονται ή βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο μόνιμης αναπηρίας.
Η ιστορία του ανθρώπου που έχει 200 δαγκώματα
Ο άνθρωπος που αποτελεί το «κλειδί» για την εφεύρεση του κορυφαίου αντιδότου ονομάζεται Τιμ Φρίντε και έχει υπομείνει περισσότερα από 200 δαγκώματα και περισσότερες από 700 ενέσεις δηλητηρίου φτιαγμένου από τα πιο θανατηφόρα φίδια του κόσμου.
Όλα ξεκίνησαν επειδή θέλησε να αναπτύξει ανοσία για να προστατεύει τον εαυτό του. Ωστόσο, δύο δαγκώματα κόμπρας ήταν ικανά να τον αφήσουν σε κώμα.
«Δεν ήθελα να πεθάνω. Δεν ήθελα να χάσω μέλη του σώματός μου. Δεν ήθελα να χάσω τη δουλειά μου» δήλωσε στο BBC.
Το κίνητρο του Φρίντε ήταν να αναπτύξει καλύτερες θεραπείες για τον υπόλοιπο κόσμο, εξηγώντας: «Απλώς έγινε τρόπος ζωής και συνέχισα να πιέζω τον εαυτό μου όσο πιο πολύ μπορούσα για να βοηθήσω τους ανθρώπους, που βρίσκονται 8.000 μίλια μακριά και πεθαίνουν από δάγκωμα φιδιού».
Πώς έφτασαν στον Αμερικανό
Το αντιβιοτικό παράγεται μέσω της έγχυσης μικρών δόσεων δηλητηρίου φιδιού σε ζώα, όπως τα άλογα. Το ανοσοποιητικό τους σύστημα αντιδρά παράγοντας αντισώματα, τα οποία στη συνέχεια συλλέγονται και χρησιμοποιούνται ως θεραπεία.
Είναι, όμως, σημαντικό το δηλητήριο και το αντίδοτο να είναι ακριβώς συμβατά, καθώς οι τοξίνες σε κάθε είδος φιδιού διαφέρουν μεταξύ τους.
Μια ομάδα ερευνητών άρχισε να αναζητά έναν τύπο ανοσολογικής άμυνας που ονομάζεται ως εξουδετερωτικά αντισώματα. Τα αντισώματα αυτά να στοχεύουν το μέρος μιας τοξίνης που την καθιστά μοναδική, στοχεύουν στα μέρη που είναι κοινά σε ολόκληρες κατηγορίες τοξινών.
Τότε ήταν που Τιμ Φρίντε μπήκε στο ραντάρ των επιστημόνων. Ο Φρίντε συμφώνησε να παραχωρήσει λίγο από το αίμα του και το έργο μελετών πάνω στην περίπτωσή του έλαβε έγκριση.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στις ελαπίδες, μία από τις δύο οικογένειες δηλητηριωδών φιδιών, που περιλαμβάνουν τα κοραλλιογενή φίδια, τις μάμπα, τις κόμπρες, τα ταϊπάν και τα κράιτ.
Οι ελαπίδες χρησιμοποιούν κυρίως νευροτοξίνες στο δηλητήριό τους, οι οποίες προκαλούν παράλυση στο θύμα τους και είναι θανατηφόρες όταν σταματούν τις μυϊκές λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την αναπνοή.
Οι ερευνητές επέλεξαν 19 είδη ελαπιδών, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως τα πιο θανατηφόρα φιδιά στον κόσμο. Στη συνέχεια, άρχισαν να αναζητούν προστατευτικές άμυνες στο αίμα του Φρίντε.
Η μελέτη τους, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cell, εντόπισε δύο ευρέως εξουδετερωτικά αντισώματα που μπορούν να στοχεύσουν δύο κατηγορίες νευροτοξινών. Για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα, προσέθεσαν ένα φάρμακο που στοχεύει μια τρίτη κατηγορία, δημιουργώντας έτσι το κοκτέιλ αντιτοξίνης τους.
Σε πειράματα που έγιναν σε ποντίκια, το κοκτέιλ επέτρεψε στα ζώα να επιβιώσουν από το δηλητήριο 13 από τα 19 είδη φιδιών. Τα ποντίκια παρουσίασαν μερική προστασία απέναντι στα υπόλοιπα έξι είδη.
Αυτό το εύρος προστασίας είναι «ασύγκριτο», σύμφωνα με τον Δρ. Γκλάνβιλ, ο οποίος δήλωσε ότι «πιθανότατα καλύπτει μια ολόκληρη ομάδα ελαπιδών για τα οποία δεν υπάρχει τρέχον αντίδοτο».